σπερματίας

σπερματίας
ὁ, ΝΜΑ
καρπός που αφήνεται να ωριμάσει πάνω στο φυτό για να κρατηθούν, για σπορά, οι σπόροι του, αλλ. σπορίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καρκιν-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπερματίας — σπερματίᾱς , σπερματία seed fem acc pl σπερματίᾱς , σπερματία seed fem gen sg (attic doric aeolic) σπερματίᾱς , σπερματίας left to ripen for seed masc acc pl σπερματίᾱς , σπερματίας left to ripen for seed masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματίαι — σπερματίᾱͅ , σπερματία seed fem dat sg (attic doric aeolic) σπερματίας left to ripen for seed masc nom/voc pl σπερματίᾱͅ , σπερματίας left to ripen for seed masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματίαν — σπερματίᾱν , σπερματία seed fem acc sg (attic doric aeolic) σπερματίᾱν , σπερματίας left to ripen for seed masc acc sg (attic epic doric aeolic) σπερματίας left to ripen for seed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίκυος — και σικυός, ο, ΝΑ 1. η αγγουριά 2. ο καρπός τής αγγουριάς, το αγγούρι 3. φρ. «σίκυος ο πέπων» βλ. πέπων αρχ. φρ. α) «σίκυος σπερματίας» ώριμο αγγούρι β) «σίκυος ὁ ἄγριος» το φυτό ελατήριο, η πικραγγουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σικύα, κατά …   Dictionary of Greek

  • σπερματίου — σπερμάτιον neut gen sg σπερματίας left to ripen for seed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”